- αερώ
- ἀερῶ, (-όω) (Α)1. ενεργ. μεταβάλλω σε αέρα2. παθ. γίνομαι αέρας, εξατμίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ.ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀέρωσις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέρωσις — ἀέρωσις ( έως), η (AM) [ἀερῶ] 1. ύψωση στον αέρα, ανύψωση 2. αραιοποίηση, αραίωση … Dictionary of Greek
αείρω — (I) ἀείρω (Α) (επικός, ιωνικός και ποιητικός τύπος αντί αίρω*) σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. *α Fερ (πρβλ. τον τύπο αὐειρόμεναι στον Αλκμάνα), όπου το ἀ είναι προθεματικό ή λαρυγγικό φωνήεν. Κατ άλλη άποψη το … Dictionary of Greek
εξαερώνω — (AM ἐξαερῶ, Α ιων. τ. ἐξηερῶ) [αερώ] μετατρέπω σε αέρα ή αέριο, εξατμίζω … Dictionary of Greek